Αντώνης Νικολουδάκης: "Ο Τόπος και ο Ξένος – Φιλοξενία και Συνύπαρξη, Ταξίδι και Γνώση"

Τον άντρα τον πολύτροπο πες μου, θεά, που χρόνια
παράδερνε, σαν πάτησε της Τροίας τ‘ άγιο κάστρο,
κι ανθρώπων γνώρισε πολλών τους τόπους και τη γνώμη
κι έπαθε πλήθος συμφορές στα πέλαγα, ζητώντας
πώς στην πατρίδα του άβλαβος να πάει με τους συντρόφους.
Μα κι έτσι αυτούς δε γλύτωσε, μ' όσον καημό κι αν είχε.
Γιατί μονάχοι χάθηκαν από δικό τους κρίμα,
οι άσεβοι, που φάγανε τ' Ουρανοδρόμου Ήλιου
τα βόδια και τους στέρησε του γυρισμού τη μέρα.
Πες τα από κάπου και σε μας, θεά, του Δία κόρη.
Ομήρου Οδύσσεια, ραψωδία α 1-10, µτφ. Ζ. Σιδέρη
Η Αρχαία Ελληνική παράδοση ορίζεται από μια μοναδική ιδιαιτερότητα. Ο Δίας, πατέρας των θεών, εκτός από φορέας της απόλυτης ισχύος –του κεραυνού- κατέχει την ιδιότητα του προστάτη του ξένου, του επισκέπτη, του άγνωστου που εμφανίζεται περιηγούμενος τον τόπο. Είναι ο Δίας Ξένιος.
Ήταν ιερός θεσμός για τους αρχαίους να υποδέχονται και να περιποιούνται τους ξένους στο σπίτι τους. Οι Έλληνες Πίστευαν βαθιά στην ιδέα της φιλοξενίας και την θεωρούσαν ηθικό χρέος και ιερό κανόνα των θεών, με προστάτη τον Ξένιο Δία. Γι' αυτό και οι ξένοι, ως σταλμένοι από τους θεούς, θεωρούνταν πρόσωπα ιερά, τιμημένα και σεβαστά. Αυτή η αντιμετώπιση των ξένων εκπορεύεται από την πίστη ότι οι ίδιοι οι θεοί, μεταμορφωμένοι, επισκέπτονται τους θνητούς για να ελέγξουν ποιοι άνθρωποι τηρούν τους θρησκευτικούς κανόνες και υπακούν στους θείους νόμους και ποιοί όχι (υβριστές). Ο τρόπος ζωής των Ελλήνων (ταξίδια, εμπόριο, πόλεμοι) είχε αποτέλεσμα να βρίσκονται στους δρόμους, σε ξένους τόπους, με μεγάλη ανάγκη για στέγη, βοήθεια ή προστασία. Μέσα από το θεσμό της φιλοξενίας έβρισκαν και οι ίδιοι αυτά που ζητούσαν. Εξάλλου, οι ξένοι ήσαν καλοδεχούμενοι, γιατί ήταν για πολλούς η μόνη επαφή με τον υπόλοιπο κόσμο και πηγή πληροφοριών, λόγω της έλλειψης μέσων επικοινωνίας.
Σε απόσπασμα του Θουκυδίδη (Περικλέους Επιτάφιος), ο Περικλής αναφέρει ότι οι Αθηναίοι διατηρούσαν την πόλη τους ανοικτή σε όλους, δεν απέδιωχναν τους ξένους και δεν τους εμπόδιζαν να γνωρίσουν τον πολιτισμό της Αθήνας. Στην εποχή του Περικλή ξένοι θεωρούνταν οι υπόλοιποι Έλληνες, ενώ οι υπόλοιποι χαρακτηρίζονταν «βάρβαροι».
Σήμερα, μερικές χιλιάδες χρόνια μετά, το πρίσμα της ανθρώπινης επικοινωνίας είναι διαφορετικό και σαφώς πιο ολοκληρωμένο. Ο σύγχρονος πολίτης του κόσμου μετακινείται και περιηγείται για δουλειά, αλλά και απόκτηση γνώσεων και εμπειριών, όσο και αναψυχή. Έτσι, ο προορισμός του καθορίζεται από ένα σύνθετο πλέγμα κριτηρίων και προσωπικών προτεραιοτήτων. Όποιο και αν είναι το κριτήριο που κάνει κάποιον να επιλέγει έναν προορισμό -εργασία, αλλά και απόκτηση γνώσεων και εμπειριών, όσο και αναψυχή-, το κοινό στοιχείο αναφοράς είναι ο Τόπος.
Ο Τόπος είναι αυτός που δένεται με την εμπειρία, με τις δραστηριότητες, με τα αισθήματα που βιώνει ο επισκέπτης κάθε φορά που επισκέπτεται έναν προορισμό. Γελάμε, θυμώνουμε, αγαπάμε, βιοποριζόμαστε, κάποιες σπάνιες και μαγικές φορές νιώθουμε ότι κάτι ανοίγει μέσα μας και φωτιζόμαστε. Και τότε αγαπιέται εκείνος ο Τόπος, γίνεται πολυσήμαντος και ιδιαίτερος και αγκαλιάζει τις μοναδικές –άρα και πολύτιμες- εμπειρίες που δίνει στον επισκέπτη να βιώσει. Κι εκείνος, έως τότε Ξένος, τις κάνει δικές του και ο Τόπος γίνεται σημείο αναφοράς της ζωής του επισκέπτη, συχνά για ολόκληρη τη διάρκειά της. Είναι η στιγμή που ο επισκέπτης μεταμορφώνεται, γίνεται ο Ξένος μας, ο Φίλος.
Αμέτρητες φορές αναπολούμε, αναστοχαζόμαστε και ξεκινάμε με τη φράση «θυμάσαι τότε που ήμαστε…». Ο Τόπος ορίζεται από εκείνα τα δύο βασικά στοιχεία: Τις εμπειρίες που γεννιούνται σε αυτόν και που αποκομίζει ο επισκέπτης και τη φυσική του υπόσταση. Μετουσιωμένο μέσα από τις εμπειρίες, αυτό που στην αρχή γίνεται αντιληπτό ως περιβάλλων χώρος, με το χρόνο και τη βαθμιαία ενστάλαξή του στη μνήμη μετατρέπεται σε ουσία, το σκηνικό αναβαθμίζεται σε πρωταγωνιστή. Οι Τόποι στοιχειώνουν τους ανθρώπους - κι αυτό το γνωρίζουν συγγραφείς και αναγνώστες.
Πώς ορίζονται οι Τόποι; Κτίρια, μνημεία, ερείπια και σύγχρονες κατασκευές, τοπία, μονοπάτια, ιστορικά και μοντέρνα αποτυπώματα στο χώρο φτιάχνουν ένα μείγμα. Αυτό το μείγμα γίνεται το στίγμα της φυσικής αναφοράς και αφομοιώνει μέσα του τις εμπειρίες, τα συναισθήματα, τη νέα γνώση, τη θαλπωρή και τη δράση.
Τελικά, αυτό το μείγμα ορίζει την ανθρώπινη ολοκλήρωση μέσα από τη γνώση, εκείνη που «ανθρώπων γνώρισε πολλών τους τόπους και τη γνώμη».
Αυτή η Γνώση είναι σήμερα το ζητούμενο από τον σύγχρονο περιηγητή, τον Ξένο. Σαν Οδυσσέας περιδιαβαίνει τους τόπους και αναζητά, τώρα πλέον με τη θέλησή του, να τους γνωρίσει σε βάθος και να γίνει σοφότερος και πλουσιότερος μέσα από αυτούς. Θέλει να τους κάνει δικούς του, όχι πια να τους κατακτήσει, αλλά να βιώσει την αλήθεια τους, να τους εγκολπώσει και να τους μετουσιώσει σε μέρος της δικής του ψυχής.
Εμείς, με τη σειρά μας, ως «ξένιοι», οικοδεσπότες, φιλόξενοι, είμαστε έτοιμοι να προσφέρουμε τον Τόπο μας σαν μια στάση ακόμα στο ταξίδι της Γνώσης. Καθώς το ταξίδι αυτό της Γνώσης δεν έχει τέλος, ορίζουμε τον Τόπο μας ξανά σαν την επόμενη αφετηρία για τον Τόπο που θα ακολουθήσει. Ακολουθώντας την προτροπή του μεγάλου Αλεξανδρινού,
Να εύχεσαι να 'ναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Κι αν πτωχική τη βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν.
οι ίδιοι εμείς θα έχουμε γίνει πλουσιότεροι και σοφότεροι καθώς, ανοίγοντας φιλόξενα τον Τόπο μας, την πόρτα μας, ανοίγουμε και τη δική μας συνείδηση και χωρίς να ταξιδέψουμε σε φυσική μορφή, ως οικοδεσπότες, με τη σειρά μας γνωρίζουμε «ανθρώπων πολλών τους τόπους και τη γνώμη». Το αέναο ταξίδι για την Ιθάκη σε νέους τόπους κι εμπειρίες, είναι το ταξίδι της Γνώσης. Και είναι ένα ταξίδι αμφίδρομο.
Ο Ξένος, ο επισκέπτης, απ’ όπου κι αν προέρχεται, εύπορος και καλοζωισμένος, φτωχός και ρημαγμένος, περίεργος ή διακριτικός, καλλιεργημένος ή απλός, προσκυνητής ή επαίτης, γίνεται μέρος του Τόπου μας, αφήνει το δικό του αποτύπωμα. Εμείς, οι οικοδεσπότες, μοιραζόμαστε και γνωρίζουμε τη δική του Ζωή και Γνώση, γινόμαστε συνταξιδευτές στον ξένο Τόπο, τον δικό του Τόπο, που με τη σειρά του γίνεται δικός μας.
Στο τέλος αυτής της όσμωσης, ο πραγματικός κοσμοπολίτης, ο πολίτης του Κόσμου, πατάει στις ρίζες του δικού του Τόπου, σκαρφαλώνει και απλώνει τα κλαδιά του και βλέπει μακρύτερα στον υπόλοιπο κόσμο, τον άλλο Τόπο, τον κάνει δικό του και γίνεται μέρος του.
Όταν, μέσα από την ιερή Φιλοξενία, μπορέσουμε ακόμα περισσότεροι να μεταλάβουμε, θα έχουμε θεμελιώσει έναν νέο κόσμο, έναν μεγάλο ευρύ Τόπο, Φιλόξενο και καλύτερο για όλους.
Θα είμαστε πλέον Ένα.
Γιάννης Ρίτσος «Ο τόπος μας»
Ανεβήκαμε πάνω στο λόφο να δούμε τον τόπο μας –
φτωχικά, μετρημένα χωράφια, πέτρες, λιόδεντρα.
Αμπέλια τραβάν κατά τη θάλασσα. Δίπλα στ’ αλέτρι
καπνίζει μια μικρή φωτιά. Του παππουλή τα ρούχα
τα σιάξαμε σκιάχτρο για τις κάργιες. Οι μέρες μας
παίρνουν το δρόμο τους για λίγο ψωμί και μεγάλες λιακάδες.
Κάτω απ’ τις λεύκες φέγγει ένα ψάθινο καπέλο.
Ο πετεινός στο φράχτη. Η αγελάδα στο κίτρινο.
Πώς έγινε και μ’ ένα πέτρινο χέρι συγυρίσαμε
το σπίτι μας και τη ζωή μας; Πάνω στ’ ανώφλια
είναι η καπνιά, χρόνο το χρόνο, απ’ τα κεριά του Πάσχα –
μικροί μικροί μαύροι σταυροί που χάραξαν οι πεθαμένοι
γυρίζοντας απ’ την Ανάσταση. Πολύ αγαπιέται αυτός ο τόπος
με υπομονή και περηφάνεια. Κάθε νύχτα απ’ το ξερό πηγάδι
βγαίνουν τ’ αγάλματα προσεχτικά κι ανεβαίνουν στα δέντρα.
(Από το περιοδικό "ΚΟΝΤΕ ΣΠΟΥΡΓΙΤΗΣ"/Β΄τεύχος)